- φαύλους
- φαύ̱λους , φαῦλοςcheapmasc acc plφαύ̱λους , φαῦλοςcheapmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
παραθεώμαι — άομαι, Α εξετάζω κάτι σε αντιπαραβολή, παραβάλλω, συγκρίνω («παρατεθεαμένους τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς φαύλους», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)] … Dictionary of Greek
πονηροκρατούμαι — έομαι, Α κυβερνώμαι, εξουσιάζομαι από κακούς, από φαύλους*· [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. ξενο κρατούμαι] … Dictionary of Greek
φαυλοκόλακας — ο / φαυλοκόλαξ, ακος, ΝΜ 1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους 2. φαύλος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, ακος] … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
καπάκι — το (λ. τουρκ.) 1. σκέπασμα, κάλυμμα σκεύους ή δοχείου: Ανασήκωσε το καπάκι του τέντζερη. 2. (παροιμ.) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» που λέγεται για ανθρώπους φαύλους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαυλοκόλακας — ο 1. κόλακας φαύλος (βλ. λ.): Είναι πάρα πολύ πλούσιος και τον τριγυρίζουν φαυλοκόλακες. 2. αυτός που κολακεύει τους φαύλους: Δε φτάνει που είναι κόλακας, είναι και φαυλοκόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)